- ὑποσάνδαλος
- ὑποσάνδᾰλος, ον,A in the form of a sandal,
ὑπόδημα Lyd.Mag.1.17
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπόδημα Lyd.Mag.1.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποσάνδαλος — ον, Μ (για υπόδημα) αυτός που μοιάζει με σανδάλι («ὑπόδημα μέλαν, ὑποσάνδαλον, δι ὅλου γυμνόν», Ιω. Λυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σάνδαλος (< σάνδαλον «υπόδημα»), πρβλ. μονο σάνδαλος] … Dictionary of Greek
ὑποσάνδαλον — ὑποσάνδαλος in the form of a sandal masc/fem acc sg ὑποσάνδαλος in the form of a sandal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)